προκατασκευή

προκατασκευή
η, ΝΑ
νεοελλ.
οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη-στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με τα κουφώματα τών παραθύρων και τις θύρες, τα ζευκτά οροφής, τα κλιμακοστάσια κ.ά., τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται και συναρμολογούνται στον χώρο ανέγερσης ως ενιαίο σύνολο, διαδικασία που όταν πρόκειται για μικρές μονάδες, λ.χ. μικρά εξοχικά σπίτια, μπορεί να γίνει εξ υπαρχής και να ακολουθήσει η μεταφορά
αρχ.
1. προπαρασκευαστική άσκηση, προγύμναση («προκατασκευή περὶ τοὺς ῥυθμούς», Πολ.)
2. προπαρασκευή, προετοιμασία, κατάστρωση («προκατασκευή στρατηγήματος», Ιωσ.)
3. πρόλογος, προοίμιο, εισαγωγή
4. (ρητ.) προοιμιακή έκθεση τών σημείων για τα οποία θα μιλήσει ο ρήτορας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκατασκευή — preparatory training fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευῇ — προκατασκευάζω fut ind mid 2nd sg (doric) προκατασκευάζω fut ind act 3rd sg (doric) προκατασκευή preparatory training fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευαῖς — προκατασκευή preparatory training fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευαί — προκατασκευή preparatory training fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευήν — προκατασκευή preparatory training fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευαστικός — ἡ, ὁ / προκατασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [προκατασκευάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκατασκευή, προπαρασκευαστικός. επίρρ... προκατασκευαστικῶς ΝΑ με προκατασκευή, κατά τρόπο προπαρασκευαστικό …   Dictionary of Greek

  • Polybe — Pour les articles homonymes, voir Polybe (homonymie). Frontispice de l’Abrégé des Commentaires de M. de Folard sur l histoire de Polybe, 1754 Polybe, en grec ancien …   Wikipédia en Français

  • Polybe (historien) — Polybe Pour les articles homonymes, voir Polybe (homonymie). Frontispic …   Wikipédia en Français

  • ПОЛИБИЙ —    • Polybĭus,          Πολύβιος,        1. из Мегалополя, сын стратега Ликорта, старинного друга Филопэмена, родился между 212 214 гг. до Р. X. О его юности нам мало известно. Но все его историческое сочинение показывает, что он получил… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”